βουγλωττος

βουγλωττος
    βούγλωττος
    βού-γλωττος
    ὅ или ἥ зоол. морской язык (камбала вида Pleuronectes solea или Solea vulgaris) Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "βουγλωττος" в других словарях:

  • βούγλωττος — βούγλωσσος , βούγλωσσος sole fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούγλωσσος — ο και βούγλωσσο, το (AM βούγλωσσος και βούγλωσσον, Α και βούγλωττος) 1. ονομασία διαφόρων φυτών του γένους Άγχουσα 2. το αρσ. ως ουσ. βούγλωσσος, ο το ψάρι γλώσσα μσν. ως επίθ. αυτός που μιλάει αργά και με δυσκολία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»